δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… … Dictionary of Greek
δέδοικα — δείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέδοικ' — δέδοικα , δείδω perf ind act 1st sg δέδοικε , δείδω perf imperat act 2nd sg δέδοικε , δείδω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέδοιχ' — δέδοικα , δείδω perf ind act 1st sg δέδοικε , δείδω perf imperat act 2nd sg δέδοικε , δείδω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… … Dictionary of Greek
δεδοίκασι — δεδοίκᾱσι , δείδω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδοίκασιν — δεδοίκᾱσιν , δείδω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… … Dictionary of Greek
δεδοικότως — (Α) επίρρ. με φόβο, φοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* (πρβλ. δεδιότως)] … Dictionary of Greek
δειδίσσομαι — και δεδίττομαι (Α) 1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< *δεδFικ ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω* κατά τους ενεστώτες σε ίσσω. Η βασική… … Dictionary of Greek
du̯ei- — du̯ei English meaning: to fear Deutsche Übersetzung: “fũrchten” Material: Av. dvaēϑü “menace”; Arm. erknč̣ im “ I fear “, erkiuɫ “fear” (anlaut as in erku “two” : *du̯ōu Meillet MSL. 8, 235); Gk. Hom. δείδω “dread” (*δέ δFοι̯ α) … Proto-Indo-European etymological dictionary